Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρόκη καὶ ς

См. также в других словарях:

  • κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

  • τρα — και οτρά, η, Ν 1. νηματοειδές επίχρυσο ή αργυρό έλασμα για τη διακόσμηση τού πέπλου τής νύφης 2. το τμήμα τής κλωστής που περνιέται στο βελόνι για το ράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. otra < τροιά τ. που παραδίδει ο Ησύχ. και έχει σημ. «κρόκη,… …   Dictionary of Greek

  • κροκώ — κροκῶ, όω (AM) μσν. υφαίνω αρχ. 1. στεφανώνω με κίτρινο κισσό 2. περιτυλίγω μέρη τού σώματος με κρόκη σε μυστηριακές τελετές 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κροτοῡν καθαρτική τελετή κατά την οποία οι μύστες είχαν κρόκη δεμένη στο δεξιό χέρι… …   Dictionary of Greek

  • PANUCLA — in plur. Panuclae, Isidoro l. 19. c. 29. dictae, quod ex iis panni texantar: ipsae enmim discurrunt per telam: Vox textoria. Primum enim in tela contexenda, telae pedes erigere et iugum iis fuit imponere, quod Ovid l. 6. Met. v. 55. telam iugo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

  • κροκωνίδες — Αρχαίο ιερατικό γένος της Αθήνας. Γενάρχης του ήταν ο μυθικός βασιλιάς Κρόκων (βλ. λ.), που του έδωσε και το όνομά του. Άλλοι λένε όμως ότι το γένος αυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ασχολείτο με την «κρόκωσιν» στις τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων. Οι …   Dictionary of Greek

  • μύριγμα — μύριγμα, τὸ (Α) 1. (κατά το λεξ. χειρόγρ. Νεοφύτου) «ἡ κρόκη τῶν κηρύκων καὶ τῶν πιννῶν καὶ τὸ ἐξεσμένον καὶ μαλακὸν ἔριον» 2. (κατά το λεξ. βοτ.) «μύριγμα, ὥς τινες λέγουσιν, ἡ θαλασσία πίννα» …   Dictionary of Greek

  • υφάδι — το / ὑφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναι κάθετα προς την ούγια του και προς τα νήματα τού στημονιού, αλλ. κρόκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφη + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κοπ άδι[ον]). Ο τ. φάδι, με σίγηση τού αρκτικού… …   Dictionary of Greek

  • πατήθρα — η 1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό 2. ο ποδοκίνητος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»